- ομφαλέα
- (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους είναι μικρά και απέταλα. Η ωοθήκη είναι τρίχωρη, ο καρπός σαρκώδης, με σπέρματα που πολλές φορές τρώγονται αφού αφαιρεθεί το δηλητηριώδες έμβρυο. Μερικά είδη καλλιεργούνται. Η ο. ευδοκιμεί σε γόνιμα εδάφη και πολλαπλασιάζεται με παραρρίζια μοσχεύματα. Συνηθέστερα είδη είναι η ο. η δίανδρη, ιθαγενής της Κολομβίας, με σπέρματα ελαιούχα και εδώδιμα που χρησιμοποιούνται κυρίως για πάχυνση των χοίρων. Άλλο είδος είναι η ο. η τρίανδρη της οποίας ο γαλακτώδης οπός χρησιμοποιείται στη γραφή γιατί, όταν οξειδωθεί, μαυρίζει. Τα σπέρματα της τρώγονται, αφού αφαιρεθεί το έμβρυο. Το είδος ο. η μεγαλόκαρπη έχει σπέρματα θρεπτικά και τονωτικά, γνωστά στους αγγλόφωνους λαούς με την ονομασία φουντούκι των κυνηγών.
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ευφορβιίδες στο οποίο ανήκουν 15 είδη θάμνων ή δέντρων τής Αμερικής και τής Ευρώπης.
Dictionary of Greek. 2013.